Η Αλληλέγγυα Οικονομία και ο χαρακτήρας της ανατροπής
Του Πέτρου Λινάρδου Ρυλμόν
Οι πρωτοβουλίες αλληλέγγυας οικονομίας δεν αποτελούν στις σημερινές συνθήκες δραστηριότητες που έρχονται να συμπληρώσουν ανεπαρκείς δημόσιες λειτουργίες ή πολιτικές, αλλά αποτελούν τον μόνο τομέα δραστηριοτήτων όπου ανοικοδομούνται αλληλέγγυες πρακτικές απέναντι σε κρατικές πολιτικές που επιδιώκουν να καταστρέψουν και καταστρέφουν, ότι θυμίζει κοινωνικούς θεσμούς του παρελθόντος.
1. Εισαγωγή
Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με την αλληλέγγυα οικονομία κατά τη σημερινή περίοδο, είναι πλέον γεγονός οτι η συζήτηση για τον χαρακτήρα της έχει εκ των πραγμάτων βρεθεί στο επίκεντρο των αναζητήσεων για τις κατευθύνσεις που μπορεί και πρέπει να ακολουθήσουν οι κοινωνικές κινητοποιήσεις, όπως και για το ρόλο των πρωτοβουλιών της αλληλέγγυας οικονομίας (ΑΟ) σχετικά με το περιεχόμενο και τις μεθόδους ενός αριστερού προγράμματος. Η ΑΟ ανανεώνει την ίδια την έννοια της αλληλεγγύης, θέτει το ζήτημα της δημιουργίας συλλογικοτήτων που αναλαμβάνουν οικονομικές δραστηριότητες, σε σύγκρουση όχι μόνο με την κυρίαρχη πολιτική, αλλά και με τις πρακτικές της αγοράς και του καπιταλισμού, ανανεώνει και δοκιμάζει την ιδέα των δημοκρατικών διαδικασιών για την οργάνωση και υλοποίηση παραγωγικών δραστηριοτήτων και προσφοράς υπηρεσιών, εφαρμόζει εξισωτικές μορφές αμοιβής της εργασίας, επιβάλει νέες ισορροπίες ανάμεσα στις προσωπικές και κοινωνικές λογικές, ανάμεσα στο υλικά και ηθικά κίνητρα.
Η ΑΟ είναι ένα πολύπλευρο κοινωνικό κίνημα, το οποίο συνδέεται από την άποψη των αρχών του και των μεθόδων του με το κίνημα των “αγανακτισμένων”, αλλά προκαλεί αμηχανία, ή και αρνητικές αντιδράσεις, στα τμήματα της αριστεράς που παραμένουν προσκολλημένα σε στρατηγικές ανατροπής του καπιταλισμού όπου ο έλεγχος των κοινωνικών κινημάτων από επαναστατικά κόμματα και η κατάληψη από τα εν λόγω κόμματα της κρατικής εξουσίας, αποτελούν μια μοναδική απαρέγκλιτη οδό. Αυτές οι αντιδράσεις δεν έρχονται μόνο αντιμέτωπες με τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών κινημάτων, αλλά και με την ανερχόμενη στην κοινωνία πεποίθηση οτι τα αιτήματα και οι προτάσεις των κινητοποιήσεων και πρωτοβουλιών θα αποτελέσουν καθοριστικούς παράγοντες διαμόρφωσης της κοινωνίας και οικονομίας που θα διαδεχθεί την εποχή της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας.
2. Η αλλαγή του περιεχομένου της αλληλεγγύης
Γνωρίζουμε πλέον καλά οτι σε σχέση με πρωτοβουλίες υποστήριξης ατόμων ή ομάδων που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης, υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα τοποθετήσεις που αντιπροτείνουν τις διεκδικήσεις από τις κρατικές υπηρεσίες ή την τοπική αυτοδιοίκηση, ώστε να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Σε σχέση με αυτή την προσέγγιση το σημαντικό δεν είναι μόνο να αντιτάξει κανείς μια “πραγματιστική” λογική η οποία αναγνωρίζει την ύπαρξη των αλληλέγγυων πρωτοβουλιών. Χρειάζεται να εξηγήσει οτι ο καπιταλισμός σήμερα δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τη συνεχή διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και της φτώχειας, αλλά και από τη συνεχή άνοδο του μορφωτικού επιπέδου και διεύρυνση των δημιουργικών και παραγωγικών ικανοτήτων του πληθυσμού, ιδιαίτερα των νεότερων γενεών. Έτσι, η αλληλεγγύη που αφορά φτωχούς εργαζόμενους ή άνεργους, δεν αποτελεί απλά υποστήριξη περιθωριοποιημένων οικονομικά ατόμων, αλλά αποτελεί κατά κύριο λόγο τη μέθοδο κοινωνικής και πολιτικής ενεργοποίησής τους και αξιοποίησης των γνώσεων, των ικανοτήτων και της δημιουργικότητάς τους.
Η προσέγγιση της αλληλεγγύης απο τη σκοπιά των θεσμών του κοινωνικού κράτους στο πλαίσιο του φορντιστικού καπιταλισμού, και πόσο μάλλον η αντιμετώπιση των σημερινών κινήσεων αλληλεγγύης ως πρωτοβουλιών ανασύστασης αυτών των θεσμών, παραβλέπει πριν απ’όλα οτι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική έχει σοβαρά υποβαθμίσει ή καταστρέψει τις δραστηριότητες του κοινωνικού κράτους. Παραβλέπει όμως και οτι ακόμα και αυτό το πρότυπο καπιταλισμού ως ιδανικός στόχος (αυτό που οι περισσότεροι εννοούν ως ανάπτυξη), δεν αντιμετώπιζε κρίσιμα ζητήματα όπως οι κοινωνικές ανισότητες, η αυταρχική διοίκηση της παραγωγής και της οικονομίας, η άρνηση της εκπαίδευσης για όλους και της ισότιμης διάχυσης γνώσης και πληροφοριών, η καταστροφή του περιβάλλοντος με τη ανάλωση πόρων και την διασπορά αποβλήτων και επικίνδυνων χημικών ουσιών. Σήμερα επομένως η ανασύσταση κοινωνικών θεσμών δεν μπορεί να αγνοήσει το σύνολο αυτών των κριτικών του φορντισμού (και της ανάπτυξης), από τη στιγμή μάλιστα που είναι όλες θέματα κοινωνικών κινημάτων, τα οποία συγκροτούν και νέες προσεγγίσεις της αλληλεγγύης.
Ο εργαζομενος που οικοδομεί και θα οικοδομήσει δομές αλληλεγγύης δεν είναι πλέον ο εργάτης του τεϋλορικού καταμερισμού εργασίας (στον οποίο βασίστηκε ο φορντιστικός καπιταλισμός), για τον οποίο φτιάχτηκε το κοινωνικό κράτος όπως το ξέρουμε. Ο σημερινός εργαζόμενος ο οποίος απασχολείται σε μεγάλο ποσοστό σε συνθήκες ανασφάλειας, μεγάλης κινητικότητας, αυθαίρετα χαμηλών αμοιβών, ενώ γνωρίζει επαναλαμβανόμενες περιόδους ανεργίας, είναι ταυτοχρόνως μορφωμένος, με ένα επίπεδο και τομέα ειδίκευσης, με πολλές δεξιότητες που αποκτήθηκαν λόγω πολλαπλών θέσεων και αναγκαστικών πρωτοβουλιών σε υποβαθμισμένες συνθήκες εργασίας , και έχει την ανάγκη αλλά και την ικανότητα να παρέμβει σε μια γκάμα θεμάτων πολύ ευρύτερη από την “παραδοσιακή” διαπραγμάτευση άμεσου και έμμεσου μισθού. Είναι ικανός να σκεφτεί και να οργανώσει αλληλέγγυες πρωτοβουλίες που έχουν σχέση με την παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών, να υποστηρίξει με τους συναδέλφους του την εφαρμογή δημοκρατικών μεθόδων οργάνωσης και διοίκησης, να επεξεργαστεί συλλογικά προτάσεις για ευρύτερες θεσμικές λειτουργίες και σχεδιασμούς οικονομικών δραστηριοτήτων.
3. Κοινωνική Οικονομία ή Αλληλέγγυα Οικονομία;
Σχετικά με τη διαφορά Κοινωνικής Οικονομίας και Αλληλέγγυας Οικονομίας, υπάρχει σε ένα μέρος τουλάχιστον της βιβλιογραφίας μια ευρύτατα αποδεκτή άποψη που λέει ότι η πρώτη αφορά δραστηριότητες με κοινωνικούς στόχους που δεν επιδιώκουν μια ρήξη με το καπιταλιστικό περιβάλλον, ενώ η δεύτερη κάνει επιλογές ως προς τις δραστηριότητες και τις μεθόδους της που επιδιώκουν τη ρήξη με αυτό το περιβάλλον. Η αλήθεια είναι οτι υπάρχει στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα, ένας ορατός διαχωρισμός: από τη μία μεριά οργανώσεις με κοινωνικό σκοπό που δραστηριοποιούνται συμπληρωματικά ως προς τις κοινωνικές υπηρεσίες ή τις δημόσιες υπηρεσίες, και δεν επιδιώκουν κάτι παραπάνω, ούτε εφαρμόζουν εξισωτικές μεθόδους διοίκησης και οργάνωσης, και από την άλλη οργανώσεις οι οποίες εντάσσονται λόγω των δραστηριοτήτων αλλά και των μεθόδων τους σε λογικές ρήξης με το καπιταλιστικό περιβάλλον, οι οποίες όμως μπορεί να είναι πρωτοβουλίες που γεννήθηκαν στην Ελλάδα στις συνθήκες της κοινωνικής κρίσης, ή να είναι οργανώσεις που υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια (στην Ισπανία ιδιαίτερα αλλά όχι μόνο) διατηρώντας αυτά τα χαρακτηριστικά κριτικής του καπιταλισμού.
Παρά την υπαρκτή διαφοροποίηση μεταξύ των δύο παραπάνω κατηγοριών, πρέπει να δεχθούμε οτι πρόκειται για έναν ενιαίο χώρο από την άποψη της διαθεσιμότητας στον ώριμο και ύστερο καπιταλισμό ανθρώπων που έχουν όχι μόνο τη γενική πρόθεση αλλά και την πρακτική ικανότητα να οργάνωσουν δραστηριότητες οι οποίες υπηρετούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την ιδέα της κοινωνικής αλληλεγγύης. Ανεξάρτητα αν υιοθετούν μεταρρυθμιστικές λογικές ή λογικές ρήξης, έχουν ως αφετηρία τη διαθεσιμότητα για την παρέμβαση στον κοινωνικό τομέα, στον τομέα του περιβάλλοντος, ή και στον τομέα της διεθνούς αλληλεγγύης, η οποία παρέμβαση αποτελεί έναν ανεξάρτητο παράγοντα του θεσμικού τοπίου, προϊόν αυτής της διαθεσιμότητας, που μερικά καπιταλιστικά κράτη επέλεξαν να υποστηρίξουν. Είναι γεγονός οτι ο νεοφιλελευθερισμός θεώρησε ευπρόσδεκτη τόσο πρακτικά, όσο και θεωρητικά, αυτή την εξέλιξη, ενσωματώνοντας την “κοινωνική επιχειρηματικότητα” στην απαξίωση του δημοσίου χώρου. Και είναι επίσης γεγονός οτι υπήρξαν και υπάρχουν “κοινωνικές πρωτοβουλίες” που υπηρέτησαν τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση, υλοποιώντας τις αντίστοιχες πολιτικές, ή αξιοποιώντας τις πελατειακές πρακτικές των κυβερνήσεων.
Για να αξιολογηθεί όμως η σχέση του φαινομένου της διαθεσιμότητας για ανεξάρτητη ανάληψη δραστηριοτήτων κοινωνικού σκοπού, με τις πολιτικές των κυβερνήσεων κατά την τρέχουσα φάση του καπιταλισμού, πρέπει να γίνει κατανοητός ο συγκρουσιακός χαρακτήρας αυτής της σχέσης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε οτι η νεοφιλελεύθερη διαχείριση αποτελεί τη μέθοδο με την οποία η εξουσία του κεφαλαίου αντιμετωπίζει κατά κύριο λόγο το φαινόμενο της “μαζικής διανοητικότητας”, της επέκτασης δηλαδή σε μεγάλες μερίδες του πληθυσμού της γνωστικής ικανότητας, και επομένως της ικανότητας προς δράση, σε σχέση με τα σημαντικά οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα. Είναι κύριο χαρακτηριστικό αυτής της διαχείρισης η προσπάθεια αξιοποίησης από τη μια μεριά της μαζικής εφευρετικότητας και αδρανοποίησης από την άλλη της έμπρακτης κριτικής που μπορεί να εμπεριέχει. Οι κοινωνικές πρωτοβουλίες για ανεξάρτητη δράση δεν διαμορφώνονται για να υπηρετήσουν τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση, αλλά η μόνιμη ενασχόληση της εξουσίας του κεφαλαίου με τον έλεγχο όλων των προϊόντων της μαζικής διανοητικότητας μπορεί να καταλήξει στην ενσωμάτωση ή αδρανοποίησή τους, χωρίς αυτό να είναι μοιραίο ούτε να συμβαίνει στην πλειοψηφία των περιπτώσεων.
4. Η αριστερά και η Αλληλέγγυα Οικονομία
Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπη, η νεοφιλελεύθερη διαχείριση έχει οδηγήσει στην ουσιαστική αποδιάρθρωση του θεσμικού πλαισίου που φαινόταν πρίν μερικά χρόνια να έχει τη δυνατότητα να εδραιώσει και να βελτιώσει το κοινωνικό κράτος. Στην Ελλάδα ειδικότερα, όπου οι επιπτώσεις αυτής της διαχείρισης προς όφελος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου έχουν φθάσει σε πιό προχωρημένο στάδιο, πραγματοποιείται επίσης μια προσαρμογή και των υπόλοιπων θεσμικών λειτουργιών που αφορούν τις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, προς την κατεύθυνση της εγκατάλειψης ακόμα και συνολικών στόχων σε επίπεδο εθνικής οικονομίας και της εξυπηρέτησης μεμονωμένων κεφαλαιούχων ή ειδικών προνομιούχων κοινωνικών ομάδων, μια κατεύθυνση η οποία υπηρετείται επίσης από την κατάργηση κοινωνικών δικαιωμάτων και κοινωνικών κατακτήσεων. Η δημιουργία ενός κινήματος αποκατάστασης δικαιωμάτων, και κάλυψης κοινωνικών και παραγωγικών αναγκών, είναι αδύνατη χωρίς την εφεύρεση απο κοινωνικές πρωτοβουλίες νέων θεσμών, την ανανέωση των λειτουργιών σε υπαρκτούς θεσμούς με παρεμβάσεις εργαζομένων και ενδιαφερομένων κοινωνικών ομάδων, και την εγκαθίδρυση διαδικασιών δημοκρατικού ορισμού από τη βάση της κοινωνίας, τόσο του περιεχομένου των αναγκών, όσο και των ευρύτερων επιλογών για την ικανοποίησή τους.
Ο σχεδιασμός επομένως της ανασυγκρότησης της παραγωγικής βάσης, των κοινωνικών θεσμών και των περιβαλλοντικών πολιτικών, που δεν μπορεί παρά να βασιστεί σε θεσμικές λειτουργίες οι οποίες έρχονται σε ρήξη με τις λογικές του κεφαλαίου, θα είναι αναγκαστικά το αποτέλεσμα της ανάδειξης ενός νέου τύπου δομών έκφρασης πολιτικών επιλογών, που αν αναπτυχθούν θα εξελιχθούν σε μορφές δυαδικής εξουσίας. Η διαπραγμάτευση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου με το κεφάλαιο δεν έχει σήμερα κανένα νόημα, ενώ η μεταβολή εκ των άνω των κοινωνικών συμμαχιών τις οποίες υπηρετεί το κράτος, είναι αδύνατη χωρίς την οργανωμένη παρέμβαση των “από κάτω”, η οποία δεν θα αρκεστεί στη διατύπωση διεκδικήσεων, αλλά θα ορίσει ανάγκες, στόχους και μεθόδους για την επίτευξή τους, επιτυγχάνοντας συγχρόνως τη σύσταση νέων συμμαχιών και την αναμόρφωση των δημόσιων λειτουργιών. Θα πρόκειται για μια ριζική αναμόρφωση, καθώς οι δημόσιες υπηρεσίες θα πάψουν να υπηρετούν την υπάρχουσα κοινωνική ιεραρχία και τις μεθόδους εξασφάλισης της αναπαραγωγής της, αλλά θα υπηρετήσουν τον σχεδιασμό που προέκυψε από το συντονισμό δημοκρατικών αποφάσεων στη βάση της κοινωνίας, στην οποία ανήκουν και οι εργαζόμενοι σε αυτές τις υπηρεσίες, όπως και οι κοινωνικές ομάδες που εξυπηρετούνται από αυτές. Στο χώρο των ιδιωτικών επιχειρήσεων, η παρέμβαση των εργαζομένων μπορεί να πάρει τη μορφή της αυτοδιαχείρισης επιχειρήσεων που κλείνουν, του ελέγχου των επιλογών και των μεθόδων στο επίπεδο των επιχειρήσεων , ή και της διαπραγμάτευσης με εκπροσώπους των επιχειρηματιών, στο πλαίσιο του συντονισμού των πρωτοβουλιών της βάσης της κοινωνίας για τον σχεδιασμό των παραγωγικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών κατευθύνσεων πολιτικής.
Η μορφή που μπορεί να πάρει η δυναμική της διαμόρφωσης μορφών δυαδικής εξουσίας, η δημιουργία δηλαδή από κοινωνικά κινήματα, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας, των δομών και θεσμών που περιλαμβάνουν τα βασικά χαρακτηριστικά του διάδοχου καθεστώτος και στηρίζονται σε κοινωνικές συμμαχίες που κάνουν δυνατή τη μετάβαση σε αυτό το καθεστώς, αποτελεί βασικό ζητούμενο της ανατρεπτικής στρατηγικής. Μέρος της παραδοσιακής αριστεράς δεν συμμερίζεται αυτή την προβληματική, ούτε δίνει απαντήσεις στα σχετικά ερωτήματα. Πρόκειται για οργανώσεις και ομάδες οι οποίες αφήνουν σε ένα μαύρο κουτί το πώς θα συνδεθούν κοινωνικά αιτήματα και μορφές οργάνωσης της ικανοποίησης αυτών των αιτημάτων, αλλά και συνεχιζόμενης έκφρασης των αναγκών και του ελέγχου της εξουσίας σε ένα νέο κοινωνικό σχηματισμό. Στην πραγματικότητα ξεκινούν από εκεί που άφησε το θέμα η Τρίτη Διεθνής, με την προσέγγιση της “επανάστασης” από την πλευρά της κατάληψης του υπάρχοντος κρατικού μηχανισμού, σύμφωνα με ένα μοντέλο που εφαρμόστηκε μεταπολεμικά στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Σύμφωνα με αυτή την “κρατιστική” προσέγγιση δεν συνδέεται η διαδικασία της ανατροπής με τη διαδικασία επίτευξης κατακτήσεων των κινημάτων, ποσοτικών και θεσμικών, αλλά με μια διαδικασία επίτευξης της ιδεολογικής κυριαρχίας η οποία αναμένεται να επιτρέψει, με μεθόδους που είναι ασαφείς, την κατάληψη της εξουσίας και την εφαρμογή ενός προγράμματος του οποίου κανείς δεν περιγράφει τα χαρακτηριστικά. Η εμμονή αυτής της μερίδας της αριστεράς στο δίδυμο έξοδος απο το Ευρώ και στάση πληρωμών, αποτελεί τον κοινό παρονομαστή προσεγγίσεων που συνδυάζουν έναν ιδεολογικό ριζοσπαστισμό με την προγραμματική σύγχηση. Δεν κατανοεί οτι η διαπραγμάτευση με τους δανειστές θα είναι σε κάθε περίπτωση αναπόφευκτη και οτι το ζητούμενο είναι ένας συσχετισμός δυνάμεων που μόνο αν οικοδομηθεί σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο από τα ίδια τα κοινωνικά κινήματα μπορεί να ανατρέψει την κυριαρχία των δανειστών. Αυτή η προσέγγιση βασίζεται στην πεποίθηση οτι μπορεί να διαμορφωθεί ένα πολιτικό κίνημα κατά του Ευρώ και της ΕΕ, το οποίο όμως δεν θα βασίζεται σε ένα πρόγραμμα κάλυψης των αναγκών που είναι σήμερα ορατές, ή των αναγκών που θα προκύψουν με την έξοδο από το Ευρώ και τη στάση πληρωμών. Αγνοείται επομένως η ανάγκη να συγκροτηθούν κινήματα και να επιβληθούν πρακτικές, που θα προετοιμάσουν την κοινωνία για μια περίοδο σύγκρουσης και διαπραγμάτευσης με τους δανειστές και ανασυγκρότησης της οικονομίας και των κοινωνικών θεσμών με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, παραγωγικής επάρκειας και αποτελεσματικής στρατηγικής προστασίας του περιβάλλοντος.
5. Οι δυναμικές της Αλληλέγγυας Οικονομίας
Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς οτι οι ως τώρα διαμορφωμένες δομές αλληλεγγύης, οι οποίες μπορεί να χαρακτηριστούν συστατικά μιας αλληλέγγυας οικονομίας, αποτελούν σήμερα μορφές δυαδικής εξουσίας. Μπορεί όμως κανείς να ισχυριστεί οτι η δυναμική αυτών των δομών αλληλέγγυας οικονομίας οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς εμπεριέχουν τα στοιχεία οργανωμένων κοινωνικών κινητοποιήσεων οι οποίες θέτουν στόχους που επιδιώκουν να επηρεάσουν το ορισμό των αναγκών, τις νέες μεθόδους ικανοποίησής τους και τους τρόπους σύνδεσής τους με ευρύτερες πολιτικές. Τα κοινωνικά ιατρεία, οι προσφορές προϊόντων χωρίς μεσάζοντες, οι οργανωμένες αντιστάσεις σε περιβαλλοντικά ζητήματα, η υποστήριξη αστέγων ή ανέργων σε θέματα σίτισης ή στέγασης, αποτελούν υπαρκτές δραστηριότητες που έχουν ενταχθεί στις κοινωνικές κινητοποιήσεις και έχουν εκ των πραγμάτων θέσει ζητήματα προγραμματικών παρεμβάσεων σε όλους αυτούς τους τομείς.
Τα κοινωνικά ιατρεία που δημιουργήθηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες πρωτοβάθμιας περίθαλψης ανασφάλιστων μεταναστών και ελλήνων εργαζομένων, λειτουργούν με την εθελοντική προσφορά εργασίας ιατρών, νοσηλευτών ή πολιτών, με δωρεές φαρμάκων και εξοπλισμού, και χρηματικές προσφορές ή εισπράξεις ειδικών εκδηλώσεων. Η δραστηριότητά τους αυτή δεν αναδεικνύει μόνο το πρόβλημα της ανασφάλιστης εργασίας, της ανεργίας, των αλλοδαπών χωρίς χαρτιά και της άρνησης από το δημόσιο της δωρεάν περίθαλψης για τις αντίστοιχες κατηγορίες ανθρώπων, καθώς αναδεικνύει επίσης ένα σοβαρό έλλειμμα πρωτοβάθμιας περίθαλψης για το σύνολο του πληθυσμού. Τα μέτωπα επομένως που ανοίγονται απαιτούν την παράλληλη κινητοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων στον τομέα της υγείας, τη δραστηριοποίηση των ίδιων των ενδιαφερόμενων εργαζόμενων και πολιτών, και τον περαιτέρω συντονισμό δράσης όλων αυτών, για την επεξεργασία προγραμματικών στόχων σχετικά με την υγεία, τον χαρακτήρα και την ποιότητα των υπηρεσιών, τους αναγκαίους πόρους και τις ανάγκες σε υποδομές και προσωπικό. Ένας τέτοιος προσανατολισμός της συλλογικής δράσης, στην οποία θα πρέπει να συμμετάσχουν και οι υπάλληλοι του αρμόδιου υπουργείου, όπως και μελετητικές ομάδες του τομέα της υγείας, μπορεί να οδηγήσει αφενός στην επεξεργασία μιας εναλλακτικής πολιτικής, αλλά και στη δημιουργία δομών με καθοριστικό ρόλο σε ότι αφορά το σχεδιασμό αυτής της πολιτικής.
Η οργάνωση της προσφοράς αγροτικών προϊόντων “χωρίς μεσάζοντες” είναι σήμερα μια ισχυρή τάση με στόχο τη μείωση των τιμών και επομένως του κόστους της διατροφής σε όλη την Ελλάδα, ενώ συνδέεται και με δραστηριότητες προσφοράς δωρεάν προϊόντων σε ορισμένες κατηγορίες του πληθυσμού. Η περαιτέρω ανάπτυξη τέτοιων δικτύων είναι σημαντική καθώς μπορεί να βρεθεί στο επίκεντρο των προσπαθειών για την κάλυψη άμεσων αναγκών σε περίπτωση ραγδαίας επιδείνωσης της ανεργίας και της μείωσης εισοδημάτων. Η προσφορά προϊόντων “χωρίς μεσάζοντες”, μπορεί όμως να αποτελέσει και την κινητήρια δύναμη μιας ανταγωνιστικής προσφοράς εγχώριων προϊόντων, αλλά και της δυνατότητας να επηρεαστεί αυξητικά η εγχώρια παραγωγή απο την εγχώρια ζήτηση, με αποτέλεσμα την αύξηση της απασχόλησης στον αγροτικό τομέα και την θετική επίδραση επί της εξοικονόμησης καυσίμων. Η σταθεροποίηση των σχέσεων σε τοπικές κοινωνίες των παραγωγών και των καταναλωτών, μέσω αντίστοιχων οργανώσεων και της τοπικής αυτοδιοίκησης, μπορεί να αποτελέσει τη οδό για το σχεδιασμό πολιτικής για την κατά τόπους αγροτική παραγωγή και την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων.
Οι κινητοποιήσεις σε τοπικό επίπεδο εναντίον των φαραωνικών επενδύσεων στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που καταστρέφουν φυσικούς πόρους και αλλοιώνουν χαρακτηριστικά ολόκληρων περιοχών, συνοδεύονται κατά κανόνα από επεξεργασίες εναλλακτικών προτάσεων σχετικά με τον ενεργειακό σχεδιασμό, στις οποίες συμμετέχουν συχνά ομάδες επιστημόνων των τοπικών πανεπιστημίων. Οι αντιδράσεις αυτές δεν λαμβάνουν τη μορφή απλών αρνήσεων, αλλά είναι σαφές οτι συνειδητοποιούν τη σημασία του ενεργειακού σχεδιασμού και της σύνδεσής του τόσο με τα τοπικά ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος, όσο και με την πολιτική αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Μπορούν έτσι να διαμορφωθούν νέου τύπου δομές έκφρασης της λαϊκής θέλησης σχετικά με τα περιβαλλοντικά ζητήματα, οι οποίες να συνδυάζουν τις δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, με την αξιοποίηση εμπειρογνωμοσύνης, και προοπτικά το συντονισμό των προτάσεων σε ευρύτερες περιοχές, και σε εθνικό επίπεδο.
Η προσφορά δωρεάν σίτισης σε ανέργους και αστέγους αποτελεί προνοιακή δραστηριότητα η οποία αναπτύσεται με γρήγορους ρυθμούς και θα χρειαστεί να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο στο προσεχές μέλλον. Είναι μια δραστηριότητα η οποία πρέπει να συνδυαστεί με δράσεις στον τομέα της στέγασης και της προσφοράς κοινών χώρων, ώστε να υποστηρίζεται όχι απλά η επιβίωση, αλλά και η κοινωνική ενεργοποίηση, σε δραστηριότητες αλληλεγγύης, και σε δραστηριότητες που έχουν σχέση με την πρόσβαση στον πολιτισμό και την εκπαίδευση. Η περίοδος που βρίσκεται μπροστά μας θα έχει να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα σε ότι αφορά την ανεργία και τη φτώχεια. Χρειάζεται να ενισχυθεί η δημιουργία ενός πανελλαδικού δικτύου τέτοιων παρεμβάσεων, οι οποίες θα έχουν τη δυνατότητα να αποτυπώσουν και να ικανοποιήσουν τις τοπικές ανάγκες, να κινητοποιήσουν τις τοπικές κοινωνίες, αλλά και να συμβάλουν στη διαμόρφωση εθνικής πολιτικής σε αυτό τον τομέα.
Παράλληλα, η ΒΙΟΜΕΤ στη Θεσσαλονίκη, η Δωδώνη στην Ήπειρο και η ΣΕΚΑΠ στη Θράκη, θέτουν το ζήτημα της αυτοδιαχείρισης απέναντι στην εγκατάλειψη παραγωγικών μονάδων από την εργοδοσία, ή την διαλυτική πορεία των Μνημονίων για τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Ένα πλήθος συνεταιριστικών πρωτοβουλιών σε όλη την Ελλάδα, δείχνει οτι η οδός της οικονομικής δραστηριότητας που βασίζεται στις αρχές της αλληλέγγυας οικονομίας, του συνδυασμού δηλαδή ενός σκοπού που βρίσκεται εκτός των λογικών της αγοράς και της κεδροφορίας, και μεθόδων διοίκησης δημοκρατικών και εξισωτικών, έχει πλέον εγγραφεί στην ελληνική κοινωνία ως μια επιλογή που κινητοποιεί έναν αυξανόμενο αριθμό αριθμό ανθρώπων.
Οι πρωτοβουλίες αλληλέγγυας οικονομίας δεν αποτελούν στις σημερινές συνθήκες δραστηριότητες που έρχονται να συμπληρώσουν ανεπαρκείς δημόσιες λειτουργίες ή πολιτικές, αλλά αποτελούν τον μόνο τομέα δραστηριοτήτων όπου ανοικοδομούνται αλληλέγγυες πρακτικές απέναντι σε κρατικές πολιτικές που επιδιώκουν να καταστρέψουν και καταστρέφουν, ότι θυμίζει κοινωνικούς θεσμούς του παρελθόντος. Με άλλα λόγια η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα όπου εμφανώς πλέον οι κυρίαρχες στην Ευρώπη πολιτικές δεν είναι πολιτικές λιτότητας που μειώνουν μισθούς και κοινωνικές κατακτήσεις, αλλά είναι η χώρα όπου οι νεοφιλελεύθεροι πειραματισμοί έχουν πάει ως την εξαφάνιση των βασικών κοινωνικών θεσμών. Οι εργαζόμενοι και οι λαϊκές τάξεις στην Ελλάδα είναι δηλαδή υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν την οδό των νέων μορφών αλληλέγγυας συσπείρωσης και της κοινωνικής εφευρετικότητας, που θα αποτελέσουν εκ των πραγμάτων την αιχμή των αντιστάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με την αλληλέγγυα οικονομία κατά τη σημερινή περίοδο, είναι πλέον γεγονός οτι η συζήτηση για τον χαρακτήρα της έχει εκ των πραγμάτων βρεθεί στο επίκεντρο των αναζητήσεων για τις κατευθύνσεις που μπορεί και πρέπει να ακολουθήσουν οι κοινωνικές κινητοποιήσεις, όπως και για το ρόλο των πρωτοβουλιών της αλληλέγγυας οικονομίας (ΑΟ) σχετικά με το περιεχόμενο και τις μεθόδους ενός αριστερού προγράμματος. Η ΑΟ ανανεώνει την ίδια την έννοια της αλληλεγγύης, θέτει το ζήτημα της δημιουργίας συλλογικοτήτων που αναλαμβάνουν οικονομικές δραστηριότητες, σε σύγκρουση όχι μόνο με την κυρίαρχη πολιτική, αλλά και με τις πρακτικές της αγοράς και του καπιταλισμού, ανανεώνει και δοκιμάζει την ιδέα των δημοκρατικών διαδικασιών για την οργάνωση και υλοποίηση παραγωγικών δραστηριοτήτων και προσφοράς υπηρεσιών, εφαρμόζει εξισωτικές μορφές αμοιβής της εργασίας, επιβάλει νέες ισορροπίες ανάμεσα στις προσωπικές και κοινωνικές λογικές, ανάμεσα στο υλικά και ηθικά κίνητρα.
Η ΑΟ είναι ένα πολύπλευρο κοινωνικό κίνημα, το οποίο συνδέεται από την άποψη των αρχών του και των μεθόδων του με το κίνημα των “αγανακτισμένων”, αλλά προκαλεί αμηχανία, ή και αρνητικές αντιδράσεις, στα τμήματα της αριστεράς που παραμένουν προσκολλημένα σε στρατηγικές ανατροπής του καπιταλισμού όπου ο έλεγχος των κοινωνικών κινημάτων από επαναστατικά κόμματα και η κατάληψη από τα εν λόγω κόμματα της κρατικής εξουσίας, αποτελούν μια μοναδική απαρέγκλιτη οδό. Αυτές οι αντιδράσεις δεν έρχονται μόνο αντιμέτωπες με τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών κινημάτων, αλλά και με την ανερχόμενη στην κοινωνία πεποίθηση οτι τα αιτήματα και οι προτάσεις των κινητοποιήσεων και πρωτοβουλιών θα αποτελέσουν καθοριστικούς παράγοντες διαμόρφωσης της κοινωνίας και οικονομίας που θα διαδεχθεί την εποχή της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας.
2. Η αλλαγή του περιεχομένου της αλληλεγγύης
Γνωρίζουμε πλέον καλά οτι σε σχέση με πρωτοβουλίες υποστήριξης ατόμων ή ομάδων που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης, υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα τοποθετήσεις που αντιπροτείνουν τις διεκδικήσεις από τις κρατικές υπηρεσίες ή την τοπική αυτοδιοίκηση, ώστε να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Σε σχέση με αυτή την προσέγγιση το σημαντικό δεν είναι μόνο να αντιτάξει κανείς μια “πραγματιστική” λογική η οποία αναγνωρίζει την ύπαρξη των αλληλέγγυων πρωτοβουλιών. Χρειάζεται να εξηγήσει οτι ο καπιταλισμός σήμερα δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τη συνεχή διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και της φτώχειας, αλλά και από τη συνεχή άνοδο του μορφωτικού επιπέδου και διεύρυνση των δημιουργικών και παραγωγικών ικανοτήτων του πληθυσμού, ιδιαίτερα των νεότερων γενεών. Έτσι, η αλληλεγγύη που αφορά φτωχούς εργαζόμενους ή άνεργους, δεν αποτελεί απλά υποστήριξη περιθωριοποιημένων οικονομικά ατόμων, αλλά αποτελεί κατά κύριο λόγο τη μέθοδο κοινωνικής και πολιτικής ενεργοποίησής τους και αξιοποίησης των γνώσεων, των ικανοτήτων και της δημιουργικότητάς τους.
Η προσέγγιση της αλληλεγγύης απο τη σκοπιά των θεσμών του κοινωνικού κράτους στο πλαίσιο του φορντιστικού καπιταλισμού, και πόσο μάλλον η αντιμετώπιση των σημερινών κινήσεων αλληλεγγύης ως πρωτοβουλιών ανασύστασης αυτών των θεσμών, παραβλέπει πριν απ’όλα οτι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική έχει σοβαρά υποβαθμίσει ή καταστρέψει τις δραστηριότητες του κοινωνικού κράτους. Παραβλέπει όμως και οτι ακόμα και αυτό το πρότυπο καπιταλισμού ως ιδανικός στόχος (αυτό που οι περισσότεροι εννοούν ως ανάπτυξη), δεν αντιμετώπιζε κρίσιμα ζητήματα όπως οι κοινωνικές ανισότητες, η αυταρχική διοίκηση της παραγωγής και της οικονομίας, η άρνηση της εκπαίδευσης για όλους και της ισότιμης διάχυσης γνώσης και πληροφοριών, η καταστροφή του περιβάλλοντος με τη ανάλωση πόρων και την διασπορά αποβλήτων και επικίνδυνων χημικών ουσιών. Σήμερα επομένως η ανασύσταση κοινωνικών θεσμών δεν μπορεί να αγνοήσει το σύνολο αυτών των κριτικών του φορντισμού (και της ανάπτυξης), από τη στιγμή μάλιστα που είναι όλες θέματα κοινωνικών κινημάτων, τα οποία συγκροτούν και νέες προσεγγίσεις της αλληλεγγύης.
Ο εργαζομενος που οικοδομεί και θα οικοδομήσει δομές αλληλεγγύης δεν είναι πλέον ο εργάτης του τεϋλορικού καταμερισμού εργασίας (στον οποίο βασίστηκε ο φορντιστικός καπιταλισμός), για τον οποίο φτιάχτηκε το κοινωνικό κράτος όπως το ξέρουμε. Ο σημερινός εργαζόμενος ο οποίος απασχολείται σε μεγάλο ποσοστό σε συνθήκες ανασφάλειας, μεγάλης κινητικότητας, αυθαίρετα χαμηλών αμοιβών, ενώ γνωρίζει επαναλαμβανόμενες περιόδους ανεργίας, είναι ταυτοχρόνως μορφωμένος, με ένα επίπεδο και τομέα ειδίκευσης, με πολλές δεξιότητες που αποκτήθηκαν λόγω πολλαπλών θέσεων και αναγκαστικών πρωτοβουλιών σε υποβαθμισμένες συνθήκες εργασίας , και έχει την ανάγκη αλλά και την ικανότητα να παρέμβει σε μια γκάμα θεμάτων πολύ ευρύτερη από την “παραδοσιακή” διαπραγμάτευση άμεσου και έμμεσου μισθού. Είναι ικανός να σκεφτεί και να οργανώσει αλληλέγγυες πρωτοβουλίες που έχουν σχέση με την παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών, να υποστηρίξει με τους συναδέλφους του την εφαρμογή δημοκρατικών μεθόδων οργάνωσης και διοίκησης, να επεξεργαστεί συλλογικά προτάσεις για ευρύτερες θεσμικές λειτουργίες και σχεδιασμούς οικονομικών δραστηριοτήτων.
3. Κοινωνική Οικονομία ή Αλληλέγγυα Οικονομία;
Σχετικά με τη διαφορά Κοινωνικής Οικονομίας και Αλληλέγγυας Οικονομίας, υπάρχει σε ένα μέρος τουλάχιστον της βιβλιογραφίας μια ευρύτατα αποδεκτή άποψη που λέει ότι η πρώτη αφορά δραστηριότητες με κοινωνικούς στόχους που δεν επιδιώκουν μια ρήξη με το καπιταλιστικό περιβάλλον, ενώ η δεύτερη κάνει επιλογές ως προς τις δραστηριότητες και τις μεθόδους της που επιδιώκουν τη ρήξη με αυτό το περιβάλλον. Η αλήθεια είναι οτι υπάρχει στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα, ένας ορατός διαχωρισμός: από τη μία μεριά οργανώσεις με κοινωνικό σκοπό που δραστηριοποιούνται συμπληρωματικά ως προς τις κοινωνικές υπηρεσίες ή τις δημόσιες υπηρεσίες, και δεν επιδιώκουν κάτι παραπάνω, ούτε εφαρμόζουν εξισωτικές μεθόδους διοίκησης και οργάνωσης, και από την άλλη οργανώσεις οι οποίες εντάσσονται λόγω των δραστηριοτήτων αλλά και των μεθόδων τους σε λογικές ρήξης με το καπιταλιστικό περιβάλλον, οι οποίες όμως μπορεί να είναι πρωτοβουλίες που γεννήθηκαν στην Ελλάδα στις συνθήκες της κοινωνικής κρίσης, ή να είναι οργανώσεις που υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια (στην Ισπανία ιδιαίτερα αλλά όχι μόνο) διατηρώντας αυτά τα χαρακτηριστικά κριτικής του καπιταλισμού.
Παρά την υπαρκτή διαφοροποίηση μεταξύ των δύο παραπάνω κατηγοριών, πρέπει να δεχθούμε οτι πρόκειται για έναν ενιαίο χώρο από την άποψη της διαθεσιμότητας στον ώριμο και ύστερο καπιταλισμό ανθρώπων που έχουν όχι μόνο τη γενική πρόθεση αλλά και την πρακτική ικανότητα να οργάνωσουν δραστηριότητες οι οποίες υπηρετούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την ιδέα της κοινωνικής αλληλεγγύης. Ανεξάρτητα αν υιοθετούν μεταρρυθμιστικές λογικές ή λογικές ρήξης, έχουν ως αφετηρία τη διαθεσιμότητα για την παρέμβαση στον κοινωνικό τομέα, στον τομέα του περιβάλλοντος, ή και στον τομέα της διεθνούς αλληλεγγύης, η οποία παρέμβαση αποτελεί έναν ανεξάρτητο παράγοντα του θεσμικού τοπίου, προϊόν αυτής της διαθεσιμότητας, που μερικά καπιταλιστικά κράτη επέλεξαν να υποστηρίξουν. Είναι γεγονός οτι ο νεοφιλελευθερισμός θεώρησε ευπρόσδεκτη τόσο πρακτικά, όσο και θεωρητικά, αυτή την εξέλιξη, ενσωματώνοντας την “κοινωνική επιχειρηματικότητα” στην απαξίωση του δημοσίου χώρου. Και είναι επίσης γεγονός οτι υπήρξαν και υπάρχουν “κοινωνικές πρωτοβουλίες” που υπηρέτησαν τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση, υλοποιώντας τις αντίστοιχες πολιτικές, ή αξιοποιώντας τις πελατειακές πρακτικές των κυβερνήσεων.
Για να αξιολογηθεί όμως η σχέση του φαινομένου της διαθεσιμότητας για ανεξάρτητη ανάληψη δραστηριοτήτων κοινωνικού σκοπού, με τις πολιτικές των κυβερνήσεων κατά την τρέχουσα φάση του καπιταλισμού, πρέπει να γίνει κατανοητός ο συγκρουσιακός χαρακτήρας αυτής της σχέσης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε οτι η νεοφιλελεύθερη διαχείριση αποτελεί τη μέθοδο με την οποία η εξουσία του κεφαλαίου αντιμετωπίζει κατά κύριο λόγο το φαινόμενο της “μαζικής διανοητικότητας”, της επέκτασης δηλαδή σε μεγάλες μερίδες του πληθυσμού της γνωστικής ικανότητας, και επομένως της ικανότητας προς δράση, σε σχέση με τα σημαντικά οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα. Είναι κύριο χαρακτηριστικό αυτής της διαχείρισης η προσπάθεια αξιοποίησης από τη μια μεριά της μαζικής εφευρετικότητας και αδρανοποίησης από την άλλη της έμπρακτης κριτικής που μπορεί να εμπεριέχει. Οι κοινωνικές πρωτοβουλίες για ανεξάρτητη δράση δεν διαμορφώνονται για να υπηρετήσουν τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση, αλλά η μόνιμη ενασχόληση της εξουσίας του κεφαλαίου με τον έλεγχο όλων των προϊόντων της μαζικής διανοητικότητας μπορεί να καταλήξει στην ενσωμάτωση ή αδρανοποίησή τους, χωρίς αυτό να είναι μοιραίο ούτε να συμβαίνει στην πλειοψηφία των περιπτώσεων.
4. Η αριστερά και η Αλληλέγγυα Οικονομία
Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπη, η νεοφιλελεύθερη διαχείριση έχει οδηγήσει στην ουσιαστική αποδιάρθρωση του θεσμικού πλαισίου που φαινόταν πρίν μερικά χρόνια να έχει τη δυνατότητα να εδραιώσει και να βελτιώσει το κοινωνικό κράτος. Στην Ελλάδα ειδικότερα, όπου οι επιπτώσεις αυτής της διαχείρισης προς όφελος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου έχουν φθάσει σε πιό προχωρημένο στάδιο, πραγματοποιείται επίσης μια προσαρμογή και των υπόλοιπων θεσμικών λειτουργιών που αφορούν τις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, προς την κατεύθυνση της εγκατάλειψης ακόμα και συνολικών στόχων σε επίπεδο εθνικής οικονομίας και της εξυπηρέτησης μεμονωμένων κεφαλαιούχων ή ειδικών προνομιούχων κοινωνικών ομάδων, μια κατεύθυνση η οποία υπηρετείται επίσης από την κατάργηση κοινωνικών δικαιωμάτων και κοινωνικών κατακτήσεων. Η δημιουργία ενός κινήματος αποκατάστασης δικαιωμάτων, και κάλυψης κοινωνικών και παραγωγικών αναγκών, είναι αδύνατη χωρίς την εφεύρεση απο κοινωνικές πρωτοβουλίες νέων θεσμών, την ανανέωση των λειτουργιών σε υπαρκτούς θεσμούς με παρεμβάσεις εργαζομένων και ενδιαφερομένων κοινωνικών ομάδων, και την εγκαθίδρυση διαδικασιών δημοκρατικού ορισμού από τη βάση της κοινωνίας, τόσο του περιεχομένου των αναγκών, όσο και των ευρύτερων επιλογών για την ικανοποίησή τους.
Ο σχεδιασμός επομένως της ανασυγκρότησης της παραγωγικής βάσης, των κοινωνικών θεσμών και των περιβαλλοντικών πολιτικών, που δεν μπορεί παρά να βασιστεί σε θεσμικές λειτουργίες οι οποίες έρχονται σε ρήξη με τις λογικές του κεφαλαίου, θα είναι αναγκαστικά το αποτέλεσμα της ανάδειξης ενός νέου τύπου δομών έκφρασης πολιτικών επιλογών, που αν αναπτυχθούν θα εξελιχθούν σε μορφές δυαδικής εξουσίας. Η διαπραγμάτευση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου με το κεφάλαιο δεν έχει σήμερα κανένα νόημα, ενώ η μεταβολή εκ των άνω των κοινωνικών συμμαχιών τις οποίες υπηρετεί το κράτος, είναι αδύνατη χωρίς την οργανωμένη παρέμβαση των “από κάτω”, η οποία δεν θα αρκεστεί στη διατύπωση διεκδικήσεων, αλλά θα ορίσει ανάγκες, στόχους και μεθόδους για την επίτευξή τους, επιτυγχάνοντας συγχρόνως τη σύσταση νέων συμμαχιών και την αναμόρφωση των δημόσιων λειτουργιών. Θα πρόκειται για μια ριζική αναμόρφωση, καθώς οι δημόσιες υπηρεσίες θα πάψουν να υπηρετούν την υπάρχουσα κοινωνική ιεραρχία και τις μεθόδους εξασφάλισης της αναπαραγωγής της, αλλά θα υπηρετήσουν τον σχεδιασμό που προέκυψε από το συντονισμό δημοκρατικών αποφάσεων στη βάση της κοινωνίας, στην οποία ανήκουν και οι εργαζόμενοι σε αυτές τις υπηρεσίες, όπως και οι κοινωνικές ομάδες που εξυπηρετούνται από αυτές. Στο χώρο των ιδιωτικών επιχειρήσεων, η παρέμβαση των εργαζομένων μπορεί να πάρει τη μορφή της αυτοδιαχείρισης επιχειρήσεων που κλείνουν, του ελέγχου των επιλογών και των μεθόδων στο επίπεδο των επιχειρήσεων , ή και της διαπραγμάτευσης με εκπροσώπους των επιχειρηματιών, στο πλαίσιο του συντονισμού των πρωτοβουλιών της βάσης της κοινωνίας για τον σχεδιασμό των παραγωγικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών κατευθύνσεων πολιτικής.
Η μορφή που μπορεί να πάρει η δυναμική της διαμόρφωσης μορφών δυαδικής εξουσίας, η δημιουργία δηλαδή από κοινωνικά κινήματα, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας, των δομών και θεσμών που περιλαμβάνουν τα βασικά χαρακτηριστικά του διάδοχου καθεστώτος και στηρίζονται σε κοινωνικές συμμαχίες που κάνουν δυνατή τη μετάβαση σε αυτό το καθεστώς, αποτελεί βασικό ζητούμενο της ανατρεπτικής στρατηγικής. Μέρος της παραδοσιακής αριστεράς δεν συμμερίζεται αυτή την προβληματική, ούτε δίνει απαντήσεις στα σχετικά ερωτήματα. Πρόκειται για οργανώσεις και ομάδες οι οποίες αφήνουν σε ένα μαύρο κουτί το πώς θα συνδεθούν κοινωνικά αιτήματα και μορφές οργάνωσης της ικανοποίησης αυτών των αιτημάτων, αλλά και συνεχιζόμενης έκφρασης των αναγκών και του ελέγχου της εξουσίας σε ένα νέο κοινωνικό σχηματισμό. Στην πραγματικότητα ξεκινούν από εκεί που άφησε το θέμα η Τρίτη Διεθνής, με την προσέγγιση της “επανάστασης” από την πλευρά της κατάληψης του υπάρχοντος κρατικού μηχανισμού, σύμφωνα με ένα μοντέλο που εφαρμόστηκε μεταπολεμικά στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Σύμφωνα με αυτή την “κρατιστική” προσέγγιση δεν συνδέεται η διαδικασία της ανατροπής με τη διαδικασία επίτευξης κατακτήσεων των κινημάτων, ποσοτικών και θεσμικών, αλλά με μια διαδικασία επίτευξης της ιδεολογικής κυριαρχίας η οποία αναμένεται να επιτρέψει, με μεθόδους που είναι ασαφείς, την κατάληψη της εξουσίας και την εφαρμογή ενός προγράμματος του οποίου κανείς δεν περιγράφει τα χαρακτηριστικά. Η εμμονή αυτής της μερίδας της αριστεράς στο δίδυμο έξοδος απο το Ευρώ και στάση πληρωμών, αποτελεί τον κοινό παρονομαστή προσεγγίσεων που συνδυάζουν έναν ιδεολογικό ριζοσπαστισμό με την προγραμματική σύγχηση. Δεν κατανοεί οτι η διαπραγμάτευση με τους δανειστές θα είναι σε κάθε περίπτωση αναπόφευκτη και οτι το ζητούμενο είναι ένας συσχετισμός δυνάμεων που μόνο αν οικοδομηθεί σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο από τα ίδια τα κοινωνικά κινήματα μπορεί να ανατρέψει την κυριαρχία των δανειστών. Αυτή η προσέγγιση βασίζεται στην πεποίθηση οτι μπορεί να διαμορφωθεί ένα πολιτικό κίνημα κατά του Ευρώ και της ΕΕ, το οποίο όμως δεν θα βασίζεται σε ένα πρόγραμμα κάλυψης των αναγκών που είναι σήμερα ορατές, ή των αναγκών που θα προκύψουν με την έξοδο από το Ευρώ και τη στάση πληρωμών. Αγνοείται επομένως η ανάγκη να συγκροτηθούν κινήματα και να επιβληθούν πρακτικές, που θα προετοιμάσουν την κοινωνία για μια περίοδο σύγκρουσης και διαπραγμάτευσης με τους δανειστές και ανασυγκρότησης της οικονομίας και των κοινωνικών θεσμών με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, παραγωγικής επάρκειας και αποτελεσματικής στρατηγικής προστασίας του περιβάλλοντος.
5. Οι δυναμικές της Αλληλέγγυας Οικονομίας
Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς οτι οι ως τώρα διαμορφωμένες δομές αλληλεγγύης, οι οποίες μπορεί να χαρακτηριστούν συστατικά μιας αλληλέγγυας οικονομίας, αποτελούν σήμερα μορφές δυαδικής εξουσίας. Μπορεί όμως κανείς να ισχυριστεί οτι η δυναμική αυτών των δομών αλληλέγγυας οικονομίας οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς εμπεριέχουν τα στοιχεία οργανωμένων κοινωνικών κινητοποιήσεων οι οποίες θέτουν στόχους που επιδιώκουν να επηρεάσουν το ορισμό των αναγκών, τις νέες μεθόδους ικανοποίησής τους και τους τρόπους σύνδεσής τους με ευρύτερες πολιτικές. Τα κοινωνικά ιατρεία, οι προσφορές προϊόντων χωρίς μεσάζοντες, οι οργανωμένες αντιστάσεις σε περιβαλλοντικά ζητήματα, η υποστήριξη αστέγων ή ανέργων σε θέματα σίτισης ή στέγασης, αποτελούν υπαρκτές δραστηριότητες που έχουν ενταχθεί στις κοινωνικές κινητοποιήσεις και έχουν εκ των πραγμάτων θέσει ζητήματα προγραμματικών παρεμβάσεων σε όλους αυτούς τους τομείς.
Τα κοινωνικά ιατρεία που δημιουργήθηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες πρωτοβάθμιας περίθαλψης ανασφάλιστων μεταναστών και ελλήνων εργαζομένων, λειτουργούν με την εθελοντική προσφορά εργασίας ιατρών, νοσηλευτών ή πολιτών, με δωρεές φαρμάκων και εξοπλισμού, και χρηματικές προσφορές ή εισπράξεις ειδικών εκδηλώσεων. Η δραστηριότητά τους αυτή δεν αναδεικνύει μόνο το πρόβλημα της ανασφάλιστης εργασίας, της ανεργίας, των αλλοδαπών χωρίς χαρτιά και της άρνησης από το δημόσιο της δωρεάν περίθαλψης για τις αντίστοιχες κατηγορίες ανθρώπων, καθώς αναδεικνύει επίσης ένα σοβαρό έλλειμμα πρωτοβάθμιας περίθαλψης για το σύνολο του πληθυσμού. Τα μέτωπα επομένως που ανοίγονται απαιτούν την παράλληλη κινητοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων στον τομέα της υγείας, τη δραστηριοποίηση των ίδιων των ενδιαφερόμενων εργαζόμενων και πολιτών, και τον περαιτέρω συντονισμό δράσης όλων αυτών, για την επεξεργασία προγραμματικών στόχων σχετικά με την υγεία, τον χαρακτήρα και την ποιότητα των υπηρεσιών, τους αναγκαίους πόρους και τις ανάγκες σε υποδομές και προσωπικό. Ένας τέτοιος προσανατολισμός της συλλογικής δράσης, στην οποία θα πρέπει να συμμετάσχουν και οι υπάλληλοι του αρμόδιου υπουργείου, όπως και μελετητικές ομάδες του τομέα της υγείας, μπορεί να οδηγήσει αφενός στην επεξεργασία μιας εναλλακτικής πολιτικής, αλλά και στη δημιουργία δομών με καθοριστικό ρόλο σε ότι αφορά το σχεδιασμό αυτής της πολιτικής.
Η οργάνωση της προσφοράς αγροτικών προϊόντων “χωρίς μεσάζοντες” είναι σήμερα μια ισχυρή τάση με στόχο τη μείωση των τιμών και επομένως του κόστους της διατροφής σε όλη την Ελλάδα, ενώ συνδέεται και με δραστηριότητες προσφοράς δωρεάν προϊόντων σε ορισμένες κατηγορίες του πληθυσμού. Η περαιτέρω ανάπτυξη τέτοιων δικτύων είναι σημαντική καθώς μπορεί να βρεθεί στο επίκεντρο των προσπαθειών για την κάλυψη άμεσων αναγκών σε περίπτωση ραγδαίας επιδείνωσης της ανεργίας και της μείωσης εισοδημάτων. Η προσφορά προϊόντων “χωρίς μεσάζοντες”, μπορεί όμως να αποτελέσει και την κινητήρια δύναμη μιας ανταγωνιστικής προσφοράς εγχώριων προϊόντων, αλλά και της δυνατότητας να επηρεαστεί αυξητικά η εγχώρια παραγωγή απο την εγχώρια ζήτηση, με αποτέλεσμα την αύξηση της απασχόλησης στον αγροτικό τομέα και την θετική επίδραση επί της εξοικονόμησης καυσίμων. Η σταθεροποίηση των σχέσεων σε τοπικές κοινωνίες των παραγωγών και των καταναλωτών, μέσω αντίστοιχων οργανώσεων και της τοπικής αυτοδιοίκησης, μπορεί να αποτελέσει τη οδό για το σχεδιασμό πολιτικής για την κατά τόπους αγροτική παραγωγή και την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων.
Οι κινητοποιήσεις σε τοπικό επίπεδο εναντίον των φαραωνικών επενδύσεων στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που καταστρέφουν φυσικούς πόρους και αλλοιώνουν χαρακτηριστικά ολόκληρων περιοχών, συνοδεύονται κατά κανόνα από επεξεργασίες εναλλακτικών προτάσεων σχετικά με τον ενεργειακό σχεδιασμό, στις οποίες συμμετέχουν συχνά ομάδες επιστημόνων των τοπικών πανεπιστημίων. Οι αντιδράσεις αυτές δεν λαμβάνουν τη μορφή απλών αρνήσεων, αλλά είναι σαφές οτι συνειδητοποιούν τη σημασία του ενεργειακού σχεδιασμού και της σύνδεσής του τόσο με τα τοπικά ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος, όσο και με την πολιτική αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Μπορούν έτσι να διαμορφωθούν νέου τύπου δομές έκφρασης της λαϊκής θέλησης σχετικά με τα περιβαλλοντικά ζητήματα, οι οποίες να συνδυάζουν τις δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, με την αξιοποίηση εμπειρογνωμοσύνης, και προοπτικά το συντονισμό των προτάσεων σε ευρύτερες περιοχές, και σε εθνικό επίπεδο.
Η προσφορά δωρεάν σίτισης σε ανέργους και αστέγους αποτελεί προνοιακή δραστηριότητα η οποία αναπτύσεται με γρήγορους ρυθμούς και θα χρειαστεί να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο στο προσεχές μέλλον. Είναι μια δραστηριότητα η οποία πρέπει να συνδυαστεί με δράσεις στον τομέα της στέγασης και της προσφοράς κοινών χώρων, ώστε να υποστηρίζεται όχι απλά η επιβίωση, αλλά και η κοινωνική ενεργοποίηση, σε δραστηριότητες αλληλεγγύης, και σε δραστηριότητες που έχουν σχέση με την πρόσβαση στον πολιτισμό και την εκπαίδευση. Η περίοδος που βρίσκεται μπροστά μας θα έχει να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα σε ότι αφορά την ανεργία και τη φτώχεια. Χρειάζεται να ενισχυθεί η δημιουργία ενός πανελλαδικού δικτύου τέτοιων παρεμβάσεων, οι οποίες θα έχουν τη δυνατότητα να αποτυπώσουν και να ικανοποιήσουν τις τοπικές ανάγκες, να κινητοποιήσουν τις τοπικές κοινωνίες, αλλά και να συμβάλουν στη διαμόρφωση εθνικής πολιτικής σε αυτό τον τομέα.
Παράλληλα, η ΒΙΟΜΕΤ στη Θεσσαλονίκη, η Δωδώνη στην Ήπειρο και η ΣΕΚΑΠ στη Θράκη, θέτουν το ζήτημα της αυτοδιαχείρισης απέναντι στην εγκατάλειψη παραγωγικών μονάδων από την εργοδοσία, ή την διαλυτική πορεία των Μνημονίων για τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Ένα πλήθος συνεταιριστικών πρωτοβουλιών σε όλη την Ελλάδα, δείχνει οτι η οδός της οικονομικής δραστηριότητας που βασίζεται στις αρχές της αλληλέγγυας οικονομίας, του συνδυασμού δηλαδή ενός σκοπού που βρίσκεται εκτός των λογικών της αγοράς και της κεδροφορίας, και μεθόδων διοίκησης δημοκρατικών και εξισωτικών, έχει πλέον εγγραφεί στην ελληνική κοινωνία ως μια επιλογή που κινητοποιεί έναν αυξανόμενο αριθμό αριθμό ανθρώπων.
Οι πρωτοβουλίες αλληλέγγυας οικονομίας δεν αποτελούν στις σημερινές συνθήκες δραστηριότητες που έρχονται να συμπληρώσουν ανεπαρκείς δημόσιες λειτουργίες ή πολιτικές, αλλά αποτελούν τον μόνο τομέα δραστηριοτήτων όπου ανοικοδομούνται αλληλέγγυες πρακτικές απέναντι σε κρατικές πολιτικές που επιδιώκουν να καταστρέψουν και καταστρέφουν, ότι θυμίζει κοινωνικούς θεσμούς του παρελθόντος. Με άλλα λόγια η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα όπου εμφανώς πλέον οι κυρίαρχες στην Ευρώπη πολιτικές δεν είναι πολιτικές λιτότητας που μειώνουν μισθούς και κοινωνικές κατακτήσεις, αλλά είναι η χώρα όπου οι νεοφιλελεύθεροι πειραματισμοί έχουν πάει ως την εξαφάνιση των βασικών κοινωνικών θεσμών. Οι εργαζόμενοι και οι λαϊκές τάξεις στην Ελλάδα είναι δηλαδή υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν την οδό των νέων μορφών αλληλέγγυας συσπείρωσης και της κοινωνικής εφευρετικότητας, που θα αποτελέσουν εκ των πραγμάτων την αιχμή των αντιστάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.